- παρτιζάνος
- ο(λ. γαλλ.), θηλ. παρτιζάνα άταχτος πολεμιστής, επαναστάτης, αντάρτης. Επίθ. παρτιζάνικος, -η, -ο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρτιζάνος — ο 1. μαχητής που κατατάσσεται εθελοντικά σε άτακτη στρατιωτική ομάδα και αγωνίζεται για την επίτευξη εθνικού, κοινωνικού, πολιτικού ή στρατιωτικού ιδεώδους 2. (ειδικά) μαχητής τού γιουγκοσλαβικού ανταρτικού απελευθερωτικού στρατού στη διάρκεια… … Dictionary of Greek
παρτιζάνικος — η, ο [παρτιζάνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους παρτιζάνους … Dictionary of Greek
Ιβάνοφ, Βσέβολοντ Βιατσεσλάβοβιτς — (Vsevolod Vyacheslavovich Ivanov, Ίρτις, Σιβηρία 1895 – Μόσχα 1963). Ρώσος συγγραφέας. Ύστερα από μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, κατά την οποία πολέμησε ως ερυθρός παρτιζάνος και άσκησε διάφορα επαγγέλματα, καθιερώθηκε (μετά το 1920) ως ένας από… … Dictionary of Greek
Φενόλιο, Μπέπε — (Fenglio, Άλμπα 1922 – Τορίνο 1963). Ιταλός συγγραφέας. Πέρασε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του στη γενέτειρά του, εκτός από το διάστημα που πήρε μέρος στην αντίσταση με τους χωρικούς των Άλπεων. Γύρισε στην πατρίδα του και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία.… … Dictionary of Greek